- μαλερός
- μαλερός, -ά, -όν (Α)1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.)3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.)4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας», Αριστοτ.)5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μαλεράσφοδρά6. (κατά τον Ησύχ.) «μαλεραὶ φρένες ἀσθενεῑς καὶ ξηραὶ καὶ καυστικαί».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μάλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. θαλ-ερός, φαν-ερός). Κατ' άλλους, η λ., σύμφωνα με τη σημ. «καταστρεπτικός, συντριπτικός», συνδέεται με μάλευρον* και μύλη*].
Dictionary of Greek. 2013.